ξενία

ξενία
I
Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη.
II
Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σκιάθου.
* * *
η (ΑΜ ξενία, επικ. τ. ξενίη, ιων. τ. ξεινίη ή, κατά δ. γραφ., ξεινηΐη)
η υποδοχή ξένου και η παρεχόμενη περιποίηση, η φιλοξενία
νεοελλ.
βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο το ενδοσπέρμιο μέσα στο σπέρμα παρουσιάζει πατρικούς χαρακτήρες όταν η επικονίαση έχει συντελεστεί με ξένη γύρη
μσν.-αρχ.
κελλί μοναχού
αρχ.
1. φιλική σχέση μεταξύ δύο ξένων ή μεταξύ ενός προσώπου και τών πολιτών ή τών αρχών άλλης πόλης («καὶ οὕτω τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο», Ηρόδ.)
2. η θέση ενός ξένου σε μια πόλη και η έλλειψη δικαιωμάτων του, σε αντιδιαστολή προς την κατάσταση τού πολίτη και τα δικαιώματα του
3. η ξένη χώρα, η ξενιτιά («ἐπὶ ξενίας πτωχεύσω», Αντιφ.)
4. το δωμάτιο τού ξεναγού
5. τόπος που προσφέρεται για φιλοξενία, κατάλυμα
6. φρ. α) «ξενίας γραφή»
(στην Αθήνα) μήνυση εναντίον ξένου ο οποίος σφετερίστηκε δικαιώματα πολίτη, δηλαδή ιδιοποιήθηκε, παρά τον νόμο, πολιτικά δικαιώματα που δεν είχε, όπως λ.χ. συμμετοχή στην εκκλησία τού δήμου, άσκηση δικαστικής εξουσίας κ.ά.
β) «ξενίας φεύγω» — διώκομαι ως μη γνήσιος πολίτης
γ) «ξενίας αλίσκομαι» — καταδικάζομαι ως ξένος που σφετερίστηκε τα δικαιώματα γνήσιου πολίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xenia < αρχ. ξένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξενία — ξενίᾱ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem nom/voc/acc dual ξενίᾱ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ξενίᾱ , ξενία hospitality shown to a guest fem nom/voc/acc dual (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενίᾳ — ξενίᾱͅ , ξένιος belonging to friendship and hospitality fem dat sg (attic doric aeolic) ξενίαι , ξενία hospitality shown to a guest fem nom/voc pl (epic) ξενίᾱͅ , ξενία hospitality shown to a guest fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενία — Ξενίᾱ , Ξενίης masc nom/voc/acc dual Ξενίᾱ , Ξενίης masc voc sg (attic) Ξενίᾱ , Ξενίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενίᾳ — Ξενίᾱͅ , Ξενίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένια — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • ξενιά — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… …   Dictionary of Greek

  • Ξένια — Ξενίης masc voc sg Ξενίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένια — ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc pl ξένιος belonging to friendship and hospitality neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενία Πάρνηθας — Ορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 1020), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αχαρνών …   Dictionary of Greek

  • Καλογεροπούλου, Ξένια — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρική συγγραφέας. Έχει διακριθεί ως πρωταγωνίστρια του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης με μεγάλη γκάμα ρόλων και εμπειρία στο ενεργητικό της. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”